Η ξύλινη αόρατη κουτάλα
Ανακαλώ τις πρώτες μου απόπειρες στην κουζίνα. Κάπου στο Λύκειο νομίζω, με κάποια κέικ και κάποιες φωνές από το βάθος «τα τεντζερέδια να πλύνεις, δεν θα μου αφήσεις την κουζίνα χάλια γιατί θέλεις εσύ να κάνεις το κέφι σου». Η μάνα μου.
Μικρότερες δεν μας έβαζε στην κουζίνα, παρά μόνο για να γλείψουμε το μπολ με την μπεσαμέλ, να ξύσουμε από την κατσαρόλα τα απομεινάρια από το μείγμα για τα υπέροχα τεράαααστια τρουφάκια της ή να τη βοηθήσουμε να ζυμώσει τα κα-τα-πλη-κτι-κά της μαστιχένια τσουρέκια.
Όταν έχεις έξι παιδιά, δεν υπάρχει χρόνος για «δημιουργικό παιχνίδι στην κουζίνα». Θες να μαγειρέψεις, να πλύνεις, να σερβίρεις, να μαζέψεις, να τελειώνεις.
Το μεσημέρι που γυρνούσαμε από το σχολείο, το τραπέζι ήταν έτοιμο, στρωμένο. Δευτέρα και Τετάρτη, όσπρια και λαδερά. Τις Πέμπτες, ψάρια από τη λαϊκή. Τις Κυριακές, ψητά της κατσαρόλας, κοτόπουλο στον φούρνο και κοκκινιστό. Στις γιορτές, οι σπεσιαλιτέ της. Ντολμαδάκια, λαχανοντολμάδες, χοιρινό κυδωνάτο ή με σέλερι, φοβερή γέμιση γαλοπούλας στη γιορτή της των Φώτων, μαγειρίτσα βάλσαμο στην Ανάσταση.
Και στα ενδιάμεσα, ψαρόσουπες, μακαρόνια σκορδάτα, σπανακόπιτες και τυρόπιτες με φύλλο από τα χεράκια της φυσικά, και τουρσιά, και σάλτσα ντομάτας σε γυάλινα βάζα, και γλυκά του κουταλιού, και ποτό από κράνα καβαλιώτικα. Χρυσοχέρα η Φωτεινούλα.
Vintage πιατάκια γλυκού από την προίκα της μαμάς μου- και γλυκό περγαμόντο
Η μαμά μου είχε στο μαγείρεμα φαντασία και ευρηματικότητα πυροδοτημένες από την ανάγκη για οικονομία. Αυτή την έκανε να πάρει ένα κοτόπουλο, ένα μέρος να το βράσει, άλλο να το ψήσει, να φτιάξει κοτόσουπα, να το συνοδεύσει με πιλάφι πιπεράτο, να φτουρίσει 2 και 3 μέρες. Να πάρει τα μακαρόνια της προηγούμενης ημέρας, να τα βάλει στο τηγάνι με μπόλικο σκόρδο και καυτερό κόκκινο πιπέρι και να φτιάξει ένα νέο λαχταριστό πιάτο.
Όπως κάθε μαμά, έκρυβε τα γλυκά και όπως όλα τα παιδιά, εμείς υποκρινόμασταν ότι δεν τα βρίσκαμε. Και η στάθμη κατέβαινε και εκείνη δεν μιλούσε. Μια κρυφή γλυκιά συνωμοσία.
Όταν πρωτοσυγκατοικήσαμε με τον Αποστόλη και μπήκα κι εγώ στην κουζίνα, με μια μαμά να μαγειρεύει καταπληκτικά και με μια πεθερά το ίδιο, είχα να αντιμετωπίσω σκληρό ανταγωνισμό και έτσι, πονηρά σκεπτόμενη, το έριξα στα ταϊλανδέζικα και τα κινέζικα. Έκανα το δικό μου, μπας και ξεχωρίσω και εγώ. Τα κατάφερνα όπως φαινόταν.
Και έκανα και πολλά "πειράματα". Άλλα κατέληγαν στα σκουπίδια, άλλα περιέργως πώς, στέφονταν με επιτυχία. Ή τουλάχιστον τρώγαμε με αχρείαστα τα Επείγοντα.
Τα δικά μου τα γλυκά, τα ινσταγκραμικά
Όταν έγινα μαμά, ένα περίεργο πράγμα, πολλές από τις παιδικές μου αναμνήσεις απέδρασαν από τις ξεχασμένες Πολαρόιντ και παρουσιάστηκαν ολοζώντανες μπροστά μου. Αγκαλιές, τιμωρίες, παράπονα, γέλια, μυρωδιές και γεύσεις... Όσο περισσότερο η ξύλινη κουτάλα του μυαλού μου τα ανάδευε, τόσο πιο πολλές μυρωδιές και γεύσεις αναδύονταν.
Λες και τα παιδιά γεννιούνται με μια τέτοια ξύλινη αόρατη κουτάλα, λέγοντάς μας «έλα, ανακάτευε, δεν θα με μεγαλώσεις χωρίς να θυμηθείς, να αποδεχτείς, να νιώσεις, ανακάτευε σου λέω!».
Τα μελένια κουλουράκια μου, ίδια συνταγή Χριστούγεννα και Πάσχα
Κι έτσι, μέσα μου γεννήθηκε έντονη η επιθυμία να δημιουργήσω και εγώ για το παιδί μου γευστικές συνδέσεις. Να φτιάξω ένα φαγητό κανονικό. Ελληνικό, μαμαδίστικο. Αυτό στο οποίο επιστρέφεις όσα εστιατόρια του κόσμου κι αν γυρίσεις. Τα Michelin ανήκουν πάντα στο φαγητό της μαμάς ή στον σεφ που καταφέρνει να στο ανακαλέσει.
Φακές, ρεβύθια, παστίτσιο, κοκκινιστό, κατόπουλο με πατάτες στον φούρνο. Και κέικ, και μελομακάρονα, και τσουρέκια, και κουλουράκια για να μυρίζει το σπίτι, και να δένονται οι γιορτές με τα έθιμα και τις στιγμές.
Τρεις γενιές με τις ποδιές μας- η μαμά μου και η κόρη μου κάποια χρόνια πριν...
Η κόρη μου μεγάλωνε και τρελαινόταν όταν η γιαγιά της της έφτιαχνε γιουβαρλάκια- λες γιατί η μαμά μου όσο θήλαζα μου έφτιαχνε κάθε μέρα; Λες γιατί της έλεγε ότι τα έφτιαχνε μόνο για εκείνη; Ή γιατί απλά ήταν πεντανόστιμα;
Πιλάφι σαν της γιαγιάς δεν υπάρχει, και φυσικά δεν βρίσκεις πουθενά αυτά τα θεϊκά της ντολμαδάκια –όπου κι αν φάει η Ιωάννα, πάντα τα συγκρίνει και τα βαθμολογεί σε σχέση με αυτά της γιαγιάς. "Δεν είναι σαν της γιαγιάς, θα τους βάλω ένα 7!".
«Άντε, να μάθετε να φτιάχνετε κι εσείς πίτες, εγώ πόσο θα ζήσω;» μας λέει η μάνα μου τα τελευταία 10 χρόνια. Θα ζήσεις. Εγώ πίτα δεν μαθαίνω.
Από το φετινό καλοκαίρι, έξω από το Κέντρο Αποκατάστασης στο Λουτράκι
Η μαμά μου είναι 82 χρονών. Τα τελευταία χρόνια πηγαινοέρχεται στα νοσοκομεία, και κάθε δύσκολη στιγμή η επιθυμία της είναι «Να ζήσω λίγο ακόμα να χαρώ τα εγγόνια μου» και «Να μπω στην κουζίνα μου να φτιάξω ένα φαγητό».
Νομίζω ότι δεν νιώθει τόσο ανήμπορη όταν πρέπει να στηριχτεί στο Πι ή όταν δεν μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί, αλλά όταν συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να σταθεί μπροστά από μια κατσαρόλα. Αυτή είναι η προσωπική της ήττα.
Απολαμβάνει το φαγητό που της πηγαίνουμε εμείς, και σε κάθε αργή πιρουνιά βλέπω το πρόσωπό της να λέει «αχ, τόσα χρόνια σας φρόντιζα, φροντίστε με κι εσείς λίγο».
Σήμερα έψησα ψαροκροκέτες στον φούρνο, έβρασα μπρόκολο για σαλάτα και ετοίμασα λίγες χυλοπίτες. Στις 4.10 η Ιωάννα επέστρεψε από το σχολείο, το τραπέζι ήταν έτοιμο και φάγαμε μαζί.
Μια μέρα θα φτιάξω σπανακόπιτα. Απλά θέλω αυτή η μέρα να αργήσει λίγο ακόμα.
*Σκέψεις με αφορμή «τα λουκανικοπιτάκια της μαμάς» που μας κέρασε η Γωγώ Παπαδιονυσίου – MamaTsita στην παρουσίαση του βιβλίου της «Μαγειρεύω εποχές», στον όροφο του Μεταίχμιου.
*Να το πάρετε, είναι ένα πολύ ωραίο βιβλίο μαγειρικής- η αόρατη ξύλινη κουτάλα θα σας χρειαστεί.