Ζυμώνω ψωμί
Τα χέρια της δυνατά, γεμάτα φλέβες να πετάνε, με ζυμάρια για γάντια, παλεύουν μέσα σε μια βαθιά λεκάνη. Η βέρα βγαλμένη, αφημένη στον απορροφητήρα πάνω, να φύγουνε οι «δυσοσμίες».
(Η μαμά μου νέα, εγώ παιδί. Αναμνήσεις σε παρενθέσεις)
Ζυμώνω. Φουρνίζω. Ρήματα βγαλμένα λες από το παλιό μπαούλο με τα καλά τραπεζομάντηλα.
Ζυμώνω ψωμί.
Του δίνω χρόνο να φουσκώσει.
Του δίνω χρόνο να ψηθεί.
Του δίνω χρόνο να ανασάνει.
Αυταπάτη – ποιος δίνει χρόνο σε ποιον;
«Ευλογία είναι, παιδί μου, η ζύμη», θα πει η μάνα καθώς το δοκιμάζει και ευχαριστιέται.
Πόσες σκέψεις και όνειρα, πόση φροντίδα και αγάπη πάνω από τις μεγάλες λεκάνες με τη ζύμη.
Πόσος χρόνος δοσμένος απλόχερα.
Ζυμώνω ψωμί.
Τα υλικά απλά. Δεν θες πολλά για να χορτάσεις.
Ημέρες εγκλεισμού, επιστρέφω στα βασικά, νιώθω ευγνωμοσύνη που τα κρατώ στα χέρια μου.
Λίγη αγάπη δώσε μου και θα γίνει η μαγιά μου.
*
- Πού είναι η σφραγίδα για τα πρόσφορα, μαμά; Εκείνη την παλιά που είχες!
- Τι ψάχνεις, παιδί μου; Δεν την έχω πια.
Ψάχνω τον μπαμπά, μαμά. Τα πρόσφορα που μας έφερνε από την εκκλησία, το πιο νόστιμο ψωμί του κόσμου. Τα πρόσφορα, πάντα περισσότερα από τις αγκαλιές. Θέλω να τα βρω, να τα χορτάσω.