top of page

Πιστεύεις σε μένα, Άγιε Βασίλη;


Γιατί εγώ πιστεύω σε σένα! Ξέρω ότι υπάρχεις. Αν και πλέον ξέρω ότι δεν ζεις στο Ροβανιέμι, δεν είσαι καλοαναθρεμμένος και δεν φτάνεις με έλκηθρο που το σέρνουν τάρανδοι, ναι, ΕΣΥ είσαι που μου φέρνεις τα δώρα.


Τρία χρόνια πριν, ένα ζεστό μεσημέρι καλοκαιριού, η Ιωάννα μπήκε στο εξοχικό κλαμμένη και πολύ θυμωμένη. «Τόσα χρόνια με κοροϊδεύατε! Μου λέγατε ψέματα! Η Άρτεμις μού είπε ότι ο Άη Βασίλης δεν υπάρχει και ότι ΕΣΕΙΣ φέρνετε τα δώρα!».


Η μαγεία είχε μόλις διαλυθεί. Ό,τι χτίζαμε τόσα χρόνια, με γράμματα στον Άη Βασίλη, με γαλατάκι και μπισκοτάκια δίπλα στο δέντρο, με καλά οργανωμένες εκπλήξεις και δώρα που την περίμεναν κάθε πρώτη του έτους, όλα έγιναν ζάχαρη άχνη που έλιωσε ένα ζεστό μεσημέρι καλοκαιριού.


Η ελπίδα, το όνειρο, η πίστη, όχι αυτά δεν έπρεπε να χαθούν! Της εξήγησα ότι ο Άγιος Βασίλειος, όπως όλοι οι άγιοι, υπήρξε. Μόνο που ήταν ένας μελαχρινός, αδύνατος, γελαστός Μικρασιάτης, με μαύρα γένια και καμαρωτά φρύδια, με σκουφί και πέδιλα.


Ο δικός μας Άγιος Βασίλης "ξεκινούσε σαν μεσαιωνικός πεζοπόρος, αμέσως ύστερα από τα Χριστούγεννα, με το ραβδί στο χέρι, και περνούσε απ' τους διάφορους τόπους, καλόβολος πάντα και κουβεντιαστής με όσους συναντούσε", όπως γράφει ο καθηγητής Λαογραφίας Δημήτρης Λουκάτος, στο βιβλίο του "Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών" (εκδόσεις Φιλιππότη).


"Δεν κρατούσε κοφίνι στην πλάτη του ούτε σακί φορτωμένο με δώρα. Εκείνο που έφερνε στους ανθρώπους ήταν περισσότερο συμβολικό: η καλή τύχη ιδιαίτερα και η ιερατική ευλογία του. Το μόνο κάπως συγκεκριμένο ήταν το "μαγικό" ραβδί του, απ' όπου με θαυμαστό τρόπο βλάσταιναν ή ζωντάνευαν κλαδιά και πέρδικες, σύμβολα των αντίστοιχων δώρων, που θα μπορούσε να μοιράσει στους ευνοουμένους του".


Δεν σε ένοιαζε. Το μόνο που σε ένοιαζε ήταν ότι σου είχαμε πει ψέματα. Κι ας κρυβόταν μέσα σε αυτά η μεγαλύτερη αλήθεια. Η αγάπη μας.


Τώρα μεγάλωσες και το γράμμα που γράφεις πηγαίνει απευθείας στον Άη Βασίλη, που τον λένε Αποστόλη και είναι ο μπαμπάς σου.


Και δεν ζητάς πολλά. Μου αρέσει που δεν ζητάς πολλά. Φέτος θέλεις μόνο λίγα μαρκαδοράκια για το lettering που κάνεις. «Θέλω να τυλίξεις το πακέτο όταν έρθει και να μου το βάλεις κάτω από το δέντρο», ζήτησες μόνο.


Χρόνο με τον χρόνο μαθαίνεις ότι το πιο μεγάλο δώρο στη ζωή είναι η ίδια η ζωή.


Ότι είναι πάντα καλύτερο να δίνεις παρά να παίρνεις. Ότι η χαρά της προσφοράς και της αλληλεγγύης δεν συγκρίνονται με κανένα παλάτι πριγκίπισσας ή κουτιά με στραφταλιζέ περιτύλιγμα.


Ότι ο Άγιος είναι εκεί ψηλά και σε ακούει κάθε φορά που προσεύχεσαι.


Ο Άγιος Βασίλειος είναι μέσα σου. Το ξέρω, γιατί μου έκανε το μεγαλύτερο δώρο 12 χρόνια πριν και δεν σταματώ να τον ευγνωμονώ για αυτό, κάθε μα κάθε μέρα.


EXTRA BONUS HO-HO-HO:


Ξέρεις γιατί κάθε Πρωτοχρονιά κόβουμε βασιλόπιτα; Διάβασε αυτή την ιστορία για να μάθεις:


Όταν ο Άγιος Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισάρεια, ο τότε Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε με σκληρές διαθέσεις να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι φοβισμένοι ζήτησαν από τον ποιμενάρχη τους να τους προστατέψει.


Αυτός τους προέτρεψε να φέρουν όλοι ό,τι πολυτιμότερο αντικείμενο είχαν. Μάζεψαν πολλά δώρα και βγήκαν μαζί με το Δεσπότη τους να προϋπαντήσουν τον Έπαρχο.


Η εμφάνιση και η πειθώ του Μ. Βασιλείου καταπράυνε τον Έπαρχο, ο οποίος δε θέλησε να πάρει τελικά τα δώρα.

Γύρισαν πίσω χαρούμενοι και ο Άγιος Βασίλειος προσπάθησε να τους μοιράσει τα αντικείμενα. Ο χωρισμός όμως ήταν δύσκολος, γιατί πολλοί είχαν προσφέρει πολλά όμοια κοσμήματα και νομίσματα.


Τότε, ο Δεσπότης τούς διέταξε να φτιάξουν το απόγευμα του Σαββάτου πίτες και να βάλουν μέσα σε κάθε μία από ένα αντικείμενο. Την επομένη τούς τις μοίρασε και σαν από θαύμα κάθε ένας βρήκε μέσα στην πίτα που πήρε αυτό που είχε προσφέρει...

Comments


bottom of page