Λύκε, λύκε είμαι εδώ!
Γεννιέσαι. Ζεις. Αναπνέεις. Για να επιβιώσεις, πρέπει να κυνηγήσεις. Τον χρόνο, τις υποχρεώσεις, τους γύρω σου, τον εαυτό σου. Κυνηγάς τις στιγμές, για να έρθουν οι επόμενες, και μετά οι άλλες, και φτου κι απ’ την αρχή, και ποτέ φτου ξελεφτερία.
Ξυπνάς αγουροξυπνημένος, καταριέσαι το ρολόι που χτύπησε, ρίχνεις λίγο κρύο νερό στο πρόσωπό σου, ετοιμάζεις το γάλα του παιδιού σου, το κολατσιό, τα ρούχα του. Το ξυπνάς, κοιτάς το ρολόι, γρήγορα γρήγορα, να προλάβουμε το σχολικό. Μέχρι το μεσημέρι έχεις να τρέξεις για χίλιες δυο υποχρεώσεις. Κάποτε τα καταφέρνεις, κάποτε όχι. Φτάνει το απόγευμα. Γρήγορα να διαβάσεις, γρήγορα να πάμε στη ρυθμική, γρήγορα στον στίβο, τρέχεις, τρέχεις, τρέχεις.
Ζωή στο fast fordward.
Σταμάτα! Σταμάτα τώρα. Σβήσε ό,τι έχει γράψει ο σκληρός. Πάτα restart. Γράψε από την αρχή την ιστορία της ζωής σου και βάλε πολλά θαυμαστικά.
Ξυπνάς το πρωί. Τι όμορφη μέρα! Φτιάχνεις καφέ. Πόσο τον λατρεύεις, αχ αυτή η μυρωδιά του! Απολαμβάνεις κάθε γουλιά, χωρίς να σκέφτεσαι το παραμικρό.
Πριν ξυπνήσεις το παιδί σου στέκεσαι δύο στιγμές χωρίς να μιλάς, χωρίς καν να ανασαίνεις, και το χαζεύεις. Πόσο γλυκό και γαλήνιο, πόσο όμορφο, Θεέ μου, όταν κοιμάται. Πόσο τυχερή είσαι που έχεις αυτό το παιδί!
Δουλεύεις, σου αρέσει η δουλειά σου, εσύ την επέλεξες, ευλογία. Κάνεις τις βασικές δουλειές στο σπίτι, πας για ψώνια, λες καλημέρα με χαμόγελο και δυο λόγια παραπάνω στην υπάλληλο που νιώθεις ότι τα χρειάζεται. Δυο λόγια και ένα χαμόγελο. Απλά.
Το απόγευμα πηγαίνεις το παιδί σου στη ρυθμική. Ο καιρός είναι τέλειος, δεν παίρνετε το αυτοκίνητο, κοντοστέκεστε στον δρόμο και κοιτάτε πόσο γρήγορα τρέχουν τα σύννεφα στον ουρανό. Εκείνη σκύβει στην άκρη του δρόμου και σου κόβει ένα ματσάκι μαργαρίτες. Της δίνεις μια αγκαλιά.
Το βράδυ, στο μπάνιο, φορώντας και οι δυο τα μαλακά σας μπουρνούζια, της σκουπίζεις τα μαλλάκια της και εκείνη αρχίζει ένα τραγούδι που μόλις έβγαλε από το μυαλό της. Σε παρασύρει, εύκολα. Τραγουδάς κι εσύ, χορεύεις μαζί της στο μπάνιο.
Την άλλη μέρα, μπαίνετε στο μετρό για μια βόλτα στο κέντρο της πόλης. Παρατηρείτε τον κάθε σταθμό, την ονομασία του, τα έργα τέχνης στις πλατφόρμες, τις διαφημίσεις. Φτάνετε. Μα δεν υπάρχει προορισμός, μόνο βόλτα. Το βήμα μαλθακό, τεμπέλικο, οι στάσεις αμέτρητες για να δείτε αυτό το υπέροχο αναπαλαιωμένο κτίριο, τα παιδιά που χορεύουν break dance, μια μυστηριώδη στοά που κρύβει θησαυρούς. Μιλάτε με τον πωλητή της Σχεδίας, του περιοδικού δρόμου που αγοράζετε ανελλιπώς.
Μπαίνετε σε ένα βιβλιοπωλείο και χαζεύετε με τις ώρες τις νέες εκδόσεις. Συναντάτε στα ράφια του τον Λύκο και την Πεταλούδα. Μόλις σταμάτησαν εδώ να πουν ένα γεια στον κούνελο, το παπάκι, τον αρκούδο, την Μαρί Κιουρί και την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, τους ήρωες και φίλους της καθημερινότητάς τους.
Παίρνεις το βιβλίο στα χέρια σου και μαζί του γίνεσαι λύκος που μόλις ανακάλυψες την πεταλούδα σου. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά η φωνή μέσα σου που σου λέει:
«Ζήσε την κάθε στιγμή. Είναι μοναδική!».
Γεννήθηκες λύκος και αυτό δεν αλλάζει. Φρόντισε τουλάχιστον να γίνεις ένα σπάνιο είδος. Ένας λύκος που χαμογελά.
*Σκέψεις με αφορμή το βιβλίο της Χριστίνας Αποστολίδη, το πρώτο της βιβλίο και δικό μας αγαπημένο, σε τρυφερή εικονογράφηση του Σεραφείμ Στρουμπή.
Ένα βιβλίο από τις εκδόσεις Μίνωας, με πολλαπλά νοήματα, με κρυμμένες ιστορίες, με ένα ξύπνημα για όλους εμάς, μικρούς-μεγάλους, που τρέχουμε, τρέχουμε, τρέχουμε, και δεν σταματάμε λεπτό να νιώσουμε ευγνώμονες για το δώρο της ζωής.
Για τα μικρά, απλά, ανέξοδα που κάνουν αυτή τη ζωή μοναδικά υπέροχη, με πολλά θαυμαστικά!