top of page

Θέλω να παίξουμε


Όταν ήμουν μικρούλα, κανένας συνομήλικός μου δεν μπορούσε να πει κανονικά το όνομά μου, τόσο μεγάλο και δύσκολο που ήταν. Και το Αλεξάνδρα γινόταν συχνά Ντάντα.


Μόλις τώρα θαρρώ πως η Ίρις Σαμαρτζή με φώναξε Τάτα, πολύ δυνατά, την ακούσατε κι εσείς; Βγαίνω να παίξουμε! Έρχομαιιι! Φέρνω μαζί και μια εξάχρονη με πράσινα μάτια και ατημέλητες φράντζες, πειράζει;


... Να με, καθισμένη στο χλωρό τριφύλλι, τι κι αν βρέχεται η μπλε σχολική ποδιά μου, η μαμά μου θα φωνάξει όπως και να ‘χει, ωχού! Με ένα ξερό κλαδάκι χαράζω δρόμους πάνω στο χώμα. Με άλλα μικρότερα φτιάχνω κατόψεις σπιτιών, ένα σαλόνι με τζάκι, μια μεγάλη κουζίνα, μια τεράστια αυλή - όλο το γύρω γύρω είναι αυλή με χαμομήλια. Φτιάχνω σπίτια και βάζω μέσα ανθρώπους ευτυχισμένους να τα κατοικούν.


... Τρυπώνω στο σπίτι της γειτόνισσας, στο ηλιόλουστο αίθριο, εκεί όπου κάνει τα μοδιστρικά της. Με συμπαθεί και μου δίνει πάντα λίγα από τα κουρελάκια που φυλάει σε πάνινες τσάντες δίπλα στη ραπτομηχανή. Στοίβες στο πάτωμα τα Μπούρντα, τα γλυκοκοιτάζω σαν καραμέλες βουτύρου-ονείρου.



... Διαβάζω αμέσως τα μαθήματά μου μετά το σχολείο, πριν καν σερβιριστεί το φαγητό. Οι γονείς μου είναι πολύ περήφανοι και με γεμίζουν μπράβο. Πόσο δύσκολο είναι να καταλάβουν ότι το κάνω για να τελειώνω και να έχω μετά όοολο το απόγευμα για σχοινάκι και λάστιχο στον δρόμο; Δεν θα τους πω ποτέ το μυστικό μου.


... Κρυμμένη κάτω από το ξύλινο τραπέζι του σαλονιού με τα χοντρά πόδια, παίζω κρυφτό με το μπορντό βελούδινο τραπεζομάντηλο και τις λευκές φλοκάτες όσο η μαμά τρατάρει το εκπληκτικό γλυκό της στους καλεσμένους. Ο μπαμπάς γιορτάζει και γελάει. Οι υπόλοιποι μπουκώνονται το γλυκό και γελάνε και αυτοί.


... Η γιαγιά μού μαθαίνει βελονάκι και πώς κεντάμε ζωγραφιές με σταυροβελονιά. Εγώ θέλω μόνο να της βγάλω τις φουρκέτες, να χτενίσω τα μαλακά λευκά της μαλλιά και να μου πει ξανά τις ιστορίες από τη Σμύρνη.



... Στο τσιμεντένιο υπόγειο, με τον μπαμπούλα να παραφυλάει πίσω από τη δεξαμενή του πετρελαίου, αγκαλιάζω την καλύτερή μου φίλη, και μαζί της προβάρω τα πρώτα μας φιλιά. Την αγαπώ.


... Η μαμά με μαλώνει, γιατί αφού είμαι τόσο καλό παιδί, γιατί, κρύβομαι κάτω από το κρεβάτι, κλαίω και υπόσχομαι πως δεν θα της χαμογελάσω μέχρι το 2000. Να δει αυτή.


... «Σίγουρα θα γίνει δημοσιογράφος!» λέει ο θείος Τάκης όταν του ζητάω να του πάρω συνέντευξη με μια βούρτσα στο χέρι. Όλα τα ξέρει πια. Πηγαίνω στο δωμάτιό μου, οι μεγάλοι πρέπει να μιλήσουν. Πφφ, βαρετοί.


Μην γίνεις ποτέ έτσι, Αλεξάνδρα, όταν μεγαλώσεις. Τ’ ακούς;

Τ’ ακούω. Πάμε τώρα που μιλάνε, να πάρουμε δυο μπισκοτάκια από το ντουλάπι; Θα πάρω ένα και για την Ίριδα. Θα της αρέσει.



«Τάτα;;» σε κείμενο και εικονογράφηση της Ίριδας Σαμαρτζή, από τις εκδόσεις Ίκαρος

Comments


bottom of page